ισοπληθής, -ής — ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει ίδιο πλήθος με κάποιον άλλον: Ισοπληθή σύνολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσοπληθῆ — ἰσοπληθής equal in number neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοπληθής equal in number masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοπληθής equal in number masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπληθεῖς — ἰσοπληθής equal in number masc/fem acc pl ἰσοπληθής equal in number masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπληθές — ἰσοπληθής equal in number masc/fem voc sg ἰσοπληθής equal in number neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπληθέος — ἰσοπληθής equal in number masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπληθῶν — ἰσοπληθής equal in number masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπληθῶς — ἰσοπληθής equal in number adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρσενοπληθής — ἀρσενοπληθής, ο (Α) αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος αντρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + πληθής < πλήθος (πρβλ.. θυμοπληθής, ισοπληθής)] … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοπληθόπλευρος — ἰσοπληθόπλευρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο αριθμό πλευρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοπληθής + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, χρυσό πλευρος] … Dictionary of Greek